//]]>

Κυριακή 2 Αυγούστου 2020

Ο εξώασκος της ροδακινιάς

Παθογόνο αίτιο: Taphrina deformans (Taphrinomycetes, Taphrinaceae), (συν. Exoascus deformans)


Συμπτώματα-Ζημία

Είναι συνήθης ασθένεια της ροδακινιάς και νεκταρινιάς που βλάπτει και άλλα πυρηνόκαρπα και την αμυγδαλιά.
Προσβάλει μόνο τους τρυφερούς ιστούς, κατά πρώτο λόγο τα νεαρά φύλλα, κατά δεύτερο τα καρπίδια και κατά τρίτο τα άνθη και τους τρυφερούς βλαστούς.
Προκαλεί έντονες παραμορφώσεις και μεταχρωματισμούς κυρίως των φύλλων, αποφύλλωση, καταπόνηση των δένδρων και υποβάθμιση της παραγωγής και απόδοσης.
Αν δεν γίνουν ψεκασμοί και οι κλιματικές συνθήκες ευνοούν τη μόλυνση μπορεί να έχουμε σημαντική αποφύλλωση, ξηράνσεις κλαδιών, μειωμένη καρπόδεση, ανθόρροια και καρπόπτωση.
Η έκταση των συμπτωμάτων εξαρτάται από το πόσο νωρίς έγινε η μόλυνση των ιστών. Μπορεί τα συμπτώματα να αφορούν τμήμα λίγων φύλλων ή να αφορούν πολλά ολόκληρα φύλλα ή σχεδόν όλο το φύλλωμα.
Μετά από την αποφύλλωση το δένδρο αναγκάζεται να παράγει νέα φύλλα, γεγονός που το εξαντλεί και μειώνει τη παραγωγικότητά του. Μετά από 3-5 χρόνια συνεχών προσβολών-σχεδόν καθολικών αποφυλλώσεων τα δένδρα εξασθενούν σημαντικά και τελικά νεκρώνονται, ιδιαίτερα τα νεαρά.

Συνοπτικά οι ζημιές που προκαλεί η ασθένεια έχουν ως εξής:

1) Φυλλόπτωση την άνοιξη.
2) Ξήρανση ακραίων βλαστών.
3) Σε σημαντικό βαθμό ανθόπτωση ή αποτυχημένη καρπόδεση ή/και καρπόπτωση.
4) Μειωμένη καρπόδεση το ίδιο και το επόμενο έτος.
5) Μεγάλη ευαισθησία των προσβεβλημένων δένδρων στους παγετούς και στο κρύο.
6) Νέκρωση δένδρων, λόγω επανειλημμένων προσβολών-αποφυλλώσεων για συνεχή 3-5 έτη.
Στα εκπτυσσόμενα φύλλα προκαλεί αρχικά μικρές κιτρινωπές-ερυθρωπές κηλίδες   που παχαίνουν και σουφρώνουν καταλήγοντας σε έντονες παραμορφώσεις σημαντικού τμήματος ή ολόκληρου του ελάσματος: υπερπλασίες συνήθως σαν φουσκάλες ("blistering"), επιμήκυνση, πάχυνση και έντονη συστροφή-καρούλιασμα προς τα κάτω, ζάρωμα-κατσάρωμα.
Προκαλεί επίσης μεταχρωματισμό που μπορεί να κυμαίνεται από ανοιχτό πράσινο-κιτρινωπό έως διάφορες αποχρώσεις του ερυθρού και πορφυρού.
Συνήθως η παραμόρφωση είναι έντονη σε βαθμό που δεν θυμίζει έλασμα φύλλου.
Καθώς τα προσβεβλημένα φύλλα «ωριμάζουν», οι καρποφορίες του μύκητα δίνουν στη προσβεβλημένη περιοχή τους εμφάνιση σκονισμένη-γκρίζα βελούδινη που στη συνέχεια γίνεται νεκρωτική κιτρινωπή-καφετί, ζαρώνουν-μαραίνονται και σε ξηροθερμικές και όχι υπήνεμες συνθήκες πέφτουν από το δένδρο ή παραμένουν σε αυτό νεκρά-σκούρα καφέ.
Στο φλοιό των καρπών προκαλεί ακανόνιστες κηλίδες-περιοχές ρυτίδωσης–ζαρώματος ή εξογκωμάτων σαν φουσκάλες διαφόρου έκτασης, αποχρωματισμένες ή ερυθρωπής απόχρωσης. Στους καρπούς της ροδακινιάς η περιοχή της κηλίδας δεν έχει το χνούδι που υπάρχει στον υπόλοιπο καρπό.
Συνήθως οι προσβεβλημένοι καρποί πέφτουν νωρίς και δεν καταγράφεται η προσβολή τους. Αν δεν πέσουν οι κηλίδες γίνονται φελλώδεις και μπορεί να σκάσουν. Στα άνθη προκαλεί παραμόρφωση-ζάρωμα και ποικιλόχρωση, αλλά αυτά συνήθως πέφτουν πριν τα συμπτώματα γίνουν εμφανή. Οι ετήσιοι πράσινοι βλαστοί μένουν καχεκτικοί και μπορεί να είναι παραμορφωμένοι, παχύτεροι και ανοιχτοπράσινοι ή κιτρινοπράσινοι με μικρά και παραμορφωμένα-συνεστραμμένα φύλλα, ενώ σοβαρά προσβεβλημένοι μπορεί να νεκρώνονται από το άκρο τους.

Κρίσιμα στάδια του βιολογικού κύκλου του παθογόνου

Εποχή του έτους - Στάδιο ανάπτυξης

Ανάπτυξη - επιβίωση παθογόνου

Φθινόπωρο
Τα ασκοσπόρια και τα κονίδια που επιβιώσαν το καλοκαίρι πάνω στους οφθαλμούς και τα κλαδιά παράγουν σε υγρή περίοδο νέα κονίδια που θα διαχειμάσουν. Κρίσιμη περίοδος για επέμβαση φυτοπροστασίας μετά τη πλήρη πτώση των φύλλων.
Κρύα περίοδος χειμώνα
Διαχείμαση του μύκητα ως κονίδια.
Τέλος χειμώνα-Νωρίς την άνοιξη. Από λίγο πριν το «φούσκωμα» και άνοιγμα οφθαλμών, έκπτυξη νέων ιστών.
Οι οφθαλμοί που θα διογκωθούν καλύπτονται από υμένιο κονιδίων που με βροχές και επαρκώς μακρά υγρή περίοδο μολύνουν τους τρυφερούς ιστούς μέσα στους διογκούμενους οφθαλμούς και κατά την έκπτυξη τους. Κρίσιμη περίοδος για επέμβαση φυτοπροστασίας με στόχο τα σπόρια του μύκητα πριν αυτά εισέλθουν στους προς διόγκωση οφθαλμούς ή πριν μολύνουν εκπτυσσόμενους ιστούς.
Άνοιξη
Εμφάνιση συμπτωμάτων (παραμορφώσεων) κυρίως στα νεαρά φύλλα, άνθη, καρπίδια και τρυφερούς βλαστούς. Παραγωγή στους προσβεβλημένους ιστούς ασκοσπορίων δεν θα δώσουν δευτερογενείς μολύνσεις, αλλά κονίδια τα οποία θα διαθερίσουν και θα διαχειμάσουν.
Καλοκαίρι
Κατά τη ξηροθερμική περίοδο τα ασκοσπόρια και τα παραγόμενα από αυτά κονίδια επιβιώνουν στους κοιμώμενους οφθαλμούς και στα κλαδιά και δεν μολύνουν παρά μόνο μετά τη διαχείμαση τους.


Κρίσιμες περίοδοι μόλυνσης: βροχερές περίοδοι στα τέλη του χειμώνα και αρχές άνοιξης από πριν τη διόγκωση των οφθαλμών μέχρι τη πλήρη έκπτυξη των τρυφερών φύλλων από αυτούς.

Καλλιεργητικά μέτρα                                                            
Χρήση όχι ευαίσθητων ποικιλιών.
Εγκατάσταση του οπωρώνα σε όχι υγρή τοποθεσία και σε στραγγερά εδάφη.
Κάλυψη των δένδρων με διαφανή πλαστική μεμβράνη κατά τη περίοδο από πριν τη διόγκωση των οφθαλμών έως και την ολοκλήρωση της έκπτυξης της νέας βλάστησης, ώστε να μη βρέχονται από βροχή.
Σε οπωρώνες όπου εκδηλώθηκε σημαντική προσβολή απαιτείται διατήρηση της ζωηρότητας των δένδρων με αραίωμα των καρπών και εισροές άρδευσης και θρέψης σε ικανοποιητικό βαθμό και έγκαιρα ώστε να αποφευχθεί καταπόνηση τους.
Αφαίρεση και καύση των σοβαρά προσβεβλημένων βλαστών πριν στα φύλλα τους αναπτυχθούν οι καρποφορίες του μύκητα.
Χημικά μέτρα
ΔΡΑΣΤΙΚΗ ΟΥΣΙΑ
Για την αντιμετώπιση του Taphrina deformans:
χαλκός (υδροξείδιο)
χαλκός (βορδιγάλειος)
χαλκός (οξυχλωριούχος)
χαλκός (υποξείδιο)
captan
dithianon
ziram
tebuconazole + trifloxystrobin
dodine
mancozeb
Για την αντιμετώπιση των Taphrina spp.:
difenoconazole
Βιολογικά μέτρα
ΔΡΑΣΤΙΚΗ ΟΥΣΙΑ
Για την αντιμετώπιση του Taphrina deformans:
χαλκός (υδροξείδιο)
χαλκός (βορδιγάλειος)
χαλκός (οξυχλωριούχος)
χαλκός (υποξείδιο)

Κρίσιμες περίοδοι ψεκασμών: Μετά την ολοκλήρωση της πτώσης των φύλλων το φθινόπωρο με χαλκούχα καθώς και νωρίς την άνοιξη πριν και στην έναρξη «φουσκώματος» των οφθαλμών για παρεμπόδιση της μόλυνσης των οφθαλμών (πριν από τη διείσδυση του παθογόνου στους οφθαλμούς και τη μόλυνση των καταβολών των ιστών μέσα σε αυτούς), ακόμα και αν οι κλιματικές συνθήκες δεν δείχνουν ευνοϊκές αφού κατά τη διάρκεια διόγκωσης-ανοίγματος των οφθαλμών μπορεί να αλλάξουν και τότε θα είναι αργά για ψεκασμό.
Συνήθως με 2 ψεκασμούς πριν και κατά τη διόγκωση των οφθαλμών αποφεύγονται οικονομικής σημασίας ζημιές, ενώ σε περιοχές που έχουμε έντονη πίεση προσβολής και δύσκολο έλεγχο της ασθένειας χρειάζονται 3 ψεκασμοί:
ο 1ος στο τέλος της πτώσης των φύλλων το φθινόπωρο ή κατά τη περίοδο του ληθάργου των δένδρων,
ο 2ος 1 εβδομάδα πριν από την έναρξη διόγκωσης των οφθαλμών και
ο 3ος 1 εβδομάδα μετά κατά την έναρξη της διόγκωσης, φροντίζοντας για πλήρη κάλυψη της επιφάνειας των ψεκαζομένων δένδρων ώστε οι ψεκάδες να φθάσουν σε όλες τις πτυχές του φλοιού των κλαδιών και μεταξύ των λεπιών των οφθαλμών για να θανατώσουν τα κονίδια του μύκητα που διαθέρισαν και διαχείμασαν.
Από αυτούς ο 2ος ψεκασμός είναι ο πιο κρίσιμος, ιδιαίτερα μετά από υγρό χειμώνα. Σε οπωρώνα με διάφορες ποικιλίες οι ψεκασμοί πρέπει να χρονίζονται με τη πιο πρώιμη ποικιλία.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου